ανθονόμος

ανθονόμος
Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Στην Ευρώπη ζουν περίπου 30 είδη. Το μήκος του σώματός τους είναι 5-7,5 χιλιοστά και το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοιχτό έως σκούρο καφέ. Τα κυριότερα από τα είδη είναι τα ακόλουθα: α. της αχλαδιάς. Το θηλυκό γεννά ένα αβγό, που το αποθέτει στον οφθαλμό του άνθους στη διάρκεια του χειμώνα. Μετά από τρεις μήνες βγαίνει η προνύμφη, που κατατρώγει όλους τους ανθικούς οφθαλμούς καθιστώντας το δέντρο άγονο. Η προνύμφη είναι γνωστή στους οπωροκαλλιεργητές με την ονομασία χειμωνιάτικο σκουλήκι. α. της μηλιάς. Προσβάλλει τα άνθη τουδέντρου. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι καταπολέμησης της συγκεκριμένης κάμπιας και ένας από αυτούς είναι το ασβέστωμα του δέντρου με διάλυμα ασβέστου και θειικού χαλκού. α. ο μέγας. Είναι το πιο καταστροφικό παράσιτο για το βαμβάκι. Στη διάρκεια της άνοιξης το ανεπτυγμένο έντομο προσβάλλει τα φύλλα και τους οφθαλμούς των νέων βλαστών. Το καλοκαίρι αποθέτει τα αβγά του μέσα στην κάψα του βαμβακιού και οι προνύμφες που εκκολάπτονται από τα αβγά προκαλούν την τελική καταστροφή του φυτού. Αντιμετωπίζεται με διάφορες μεθόδους, όπως ψεκασμό με εντομοκτόνα, πρώιμη ωρίμανση του φυτού, τίναγμα των φυτών και καύση κλπ. Άλλα είδη, επίσης επιβλαβή, είναι οι α. της κερασιάς, της αμυγδαλιάς και της φράουλας.
* * *
ο (Α ἀνθονόμος, -ον)
νεοελλ.
γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
(για τόπο) γεμάτος άνθη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνθονόμον — ἀνθονόμος browsing on flowers masc/fem acc sg ἀνθονόμος browsing on flowers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθονόμους — ἀνθονόμος browsing on flowers masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”